-
1 παραπηγνυμι
1) втыкать, вбивать(αἰχμὰς ἔνθεν καὴ ἔνθεν Her.)
2) внедрять, внушать(τὰς ὑποθήκας τοῖς νέοις Plut.)
3) (pf. παραπέπηγα) быть воткнутым(παρὰ δ΄ ἔγχεα πέπηγεν Hom.)
4) (плотно) примыкать, быть тесно связанным5) med. закреплять, фиксировать, отмечать, записывать(τὰ τοῦ κόσμου παθήματα Plat.)
См. также в других словарях:
παραπήγνυμι — και παραπηγνύω ΜΑ προσθέτω κάτι ως υποσημείωση αρχ. 1. μπήγω κάτι κοντά σε κάτι άλλο (α. «παραπήξαντες αἰχμὰς ἔνθεν καὶ ἔνθεν τοῡ νεκροῡ», Ηρόδ. β. «παρὰ δ ἔγχεα μακρὰ πέπηγεν», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. εμφυτεύω κάτι κοντά σε κάτι άλλο («αἱ λῡπαι ταῑς… … Dictionary of Greek